-
1 δυσπορα
-
2 δύσπορα
δύσποροςscarcely passable: neut nom /voc /acc pl -
3 γεφυροω
1) мостить, прокладывать(κέλευθον εὐρεῖν Hom.)
γ. τὰ δύσπορα Luc. — прокладывать пути через непроходимые места2) запруживать, преграждать(ἥ πτελέη γεφύρωσε ποταμόν Hom.; ποταμοὴ νεκροῖς γεγεφυρωσμένοι Plut.)
3) снабжать мостомγ. ποταμόν Her., Plat., Plut. — наводить мост через реку;
τοῖς ποταμίοις πλοίοις γ. τέν διάβασιν Polyb. — строить переправу из речных судов;ἐγεφυρώθη ὅ πόρος Her. — мосты для переправы были построены;γ. νόστον τινί Pind. — обеспечить кому-л. возвращение домой -
4 γεφυρόω
A dam up (cf.γέφυρα 1
), γεφύρωσεν δέ μιν (sc. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη) Il.21.245; but in Prose, γ. τὸν ποταμόν throw a bridge over it, Hdt.4.118; Βόσπορον ib.88;τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.Criti. 115c
;ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36
;πλοίοις τὴν διάβασιν γ. Plb.3.66.6
; also, dam,ποταμοὺς νεκροῖς Luc.DMort.12.2
;τὰ δύσπορα Id.Demon.1
, cf. Nonn. D.27.185.3 metaph,νόστον Ἀτρείδαις γ. Pi.I. 8(7)
51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεφυρόω
См. также в других словарях:
δύσπορα — δύσπορος scarcely passable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοποιώ — ὁδοποιῶ, έω (Α) [οδοποιός] 1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.) 2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.) 3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε… … Dictionary of Greek