Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ δύσπορα

См. также в других словарях:

  • δύσπορα — δύσπορος scarcely passable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοποιώ — ὁδοποιῶ, έω (Α) [οδοποιός] 1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.) 2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.) 3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»